Έχω την αίσθηση πως δεν έφυγα ποτέ από αυτόν εδώ τον κήπο. Το κάθε πράγμα που βλέπω και κάνω αποκτά έννοια σε ένα χώρο του μυαλού μου στο οποίο βασιλεύει η ίδια ηρεμία με εδώ, το ίδιο ημίφως, η ίδια σιωπή που διακόπτεται μοναχά από το θρόισμα των φύλλων. Κάθε φορά που συγκεντρώνομαι και περπατώ, συναντώ μονοπάτια που οδηγούν σε τούτο εδώ τον κήπο, βραδάκι, τέτοια ώρα, μπροστά στην αγχώδη παρουσία μου.

Συνεχίζω. Δεν παύω ούτε στιγμή να ανεβαίνω ένα ποτάμι πράσινο από το χρώμα των κροκοδείλων και γαλάζιο από το χρώμα των δελφινιών. Συνεχίζω. Μετράω βαρέλια με τα παστά ψάρια που έχουν σταματήσει να χορεύουν εδώ και λίγα λεπτά. Περιπλανιέμαι. Αναρωτιέμαι που βρίσκομαι. Ξέρω.

Δεν είμαι σίγουρη ότι είμαι εδώ. Εδώ που θέλω να είμαι. Πως γνωρίζω ότι η θέληση συμπίπτει με τη δική μου ανάγκη; Σεργιανώ ανάμεσα στις κρήνες από πορφυρίτη και γαληνιάζω ακούγοντας την ηχώ των σιντριβανιών. Ίσως αυτός ο κήπος να υπάρχει μοναχά υπό τη σκιά των χαμηλωμένων μου βλεφάρων που δεν άφησα ποτέ να κλείσουν, διαπραγματεύοντας σακιά με πιπέρι σε μακρινές αγορές. Αλλά κάθε φορά που ξεγελώ τη λογική και μισοκλείνω τα μάτια, ζωντανεύω ένα υποκινούμενο και ταυτόχρονα ελεύθερο σαματά υπό τον οποίο αποτραβιέμαι εδώ, φορώντας μεταξωτά κιμονό και αναλογίζομαι ό,τι βλέπω και ζω, βγάζω συμπεράσματα, παρατηρώ ¨από μακριά¨.

Ψαχουλεύω σε ένα φόρτο σκουπιδιών, μαζεύοντας σκουριασμένα σιδερικά, κουρέλια, παλιόχαρτα, κι έτσι μεθυσμένη καθώς είμαι από λίγες γουλιές παλιού κρασιού διακρίνω γύρω τους μια λάμψη, μια λάμψη που με παρακινεί να ταξιδέψω. Ίσως από τον κόσμο, να έμεινε μονάχα ένα ασαφές έδαφος καλυμμένο από σκουπίδια, όπως λένε. Είναι μόνο τα βλέφαρά μας ικανά να ξεχωρίσουν την αλήθεια, αλλά κανείς πραγματικά δεν ξέρει πιο είναι το μέσα και πιο το έξω.

επεξεργασμένο κείμενο του Italo Calvino, Αόρατες Πόλεις